- περιαγωγίς
- περι-αγωγίς, ἡ, Umdrehen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιαγωγίς — ίδος, ἡ, Α περιαγωγεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αγωγίς (< ἄγω), πρβλ. κατ αγωγίς] … Dictionary of Greek
περιαγωγίδας — περιαγωγίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγίδες — περιαγωγίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγίδος — περιαγωγίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγίδων — περιαγωγίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)